- αἰλούρου
- αἴλουροςcatmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Diathese — Diathèse Catégories verbales Temps : Temps simples : Présent Imparfait (indicatif/subjonctif) … Wikipédia en Français
Diathèse — Le terme de diathèse s utilise en linguistique pour désigner ce que l on entend plus communément par « voix » verbale. C est un trait grammatical décrivant comment s organisent les rôles sémantiques dévolus aux actants par rapport au… … Wikipédia en Français
Voix active — Diathèse Catégories verbales Temps : Temps simples : Présent Imparfait (indicatif/subjonctif) … Wikipédia en Français
Voix moyenne — Diathèse Catégories verbales Temps : Temps simples : Présent Imparfait (indicatif/subjonctif) … Wikipédia en Français
Voix passive — Diathèse Catégories verbales Temps : Temps simples : Présent Imparfait (indicatif/subjonctif) … Wikipédia en Français
Voix verbale — Diathèse Catégories verbales Temps : Temps simples : Présent Imparfait (indicatif/subjonctif) … Wikipédia en Français
αιλουροπρόσωπος — αἰλουροπρόσωπος, ον (Α) αιλουρόμορφος, αυτός που έχει πρόσωπο αίλουρου … Dictionary of Greek
αιλουρόμορφος — η, ο (Μ αἰλουρόμορφος, ον) αυτός που εχει μορφή αίλουρου, αιλουροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴλουρος + μορφος < μορφή] … Dictionary of Greek
αιλουρόφθαλμος — Είδος χαλαζία, που ονομάζεται επιστημονικά και χαλαζίας λαμπυρίζων. Έχει πρασινόλευκο, πρασινόφαιο, κόκκινο ή καστανό χρώμα και βρίσκεται βασικά στη Σρι Λάνκα. Παραλλαγές χαλαζία της ίδιας κατηγορίας είναι ο αετόφθαλμος και ο τιγρητόφθαλμος. Ο… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek